ἔμφραξις
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
English (LSJ)
-εως, ἡ, obstruction, barrier, blockage, stoppage, [ἔμφραξις τῶν πόρων] Arist.Pr.870b19; ἔμφραξις τοῦ φάρυγγος ib.901a1, cf. Str.16.1.10, Porph.Antr.19 (pl.); as a morbid condition, Diocl.Fr.40; ἔμφραξις λίθων impaction, Aret.CA2.9.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 obstrucción, cierre τὴν ... παρέκχυσιν ἐμφράξει κωλύειν Str.16.1.10, cf. Them.in de An.68.16, Lyd.Mens.4.79, c. gen. obj. τῶν πηγῶν de un río, Str.8.8.4, αὐτῶν (τῶν χειλῶν) Aristid.Quint.76.6, τῶν ὀρῶν Didym.in Zach.5.60, c. dat., fisiol. τῇ τοῦ θερμοῦ ἠθίσει μηδεμίαν ἔμφραξιν γίνεσθαι (las cavidades de los poros) no son un obstáculo para el filtrado del calor, Arist.Pr.870b19, fig. τῆς ἁμαρτίας Cyr.Al.M.68.301A
•frec. en medic. obstrucción esp. de las venas o las vías naturales ἔ. περὶ ταύτας τὰς φλέβας Diocl.Fr.109.26, τὰς ἐμφράξεις ἐκφράττειν Gal.1.269, ἤν τις ἔ. τὰς ἐξόδους ἐπίσχῃ Aret.CA 2.6.1, cf. Alex.Aphr.Pr.3.20, Orib.1.7.7, Aët.1.157, Hippiatr.44.2, c. gen. obj. τοῦ φάρυγγος Arist.Pr.901a1, τοῦ ἥπατος Archig.13.5B., ὠτίων T.Sal.18.9, cf. Pall.in Hp.23, τινων πόρων Steph.in Gal.Glauc.37, c. gen. de materia θρόμβων ἐμφράξιες Aret.CA 2.9.1, op. στενοχωρία ‘constricción’ de las vías, Gal.1.393, 6.857, considerada como una de las formas de στενοχωρία: ἡ στενοχωρία δὲ τῆς διεξόδου διὰ σκίρρον, καὶ φλεγμονὴν ἔμφραξίν τε καὶ θλίψιν ... γίνεται Gal.6.72, cf. 74
•como enfermedad o padecimiento ἔστι δὲ καὶ ἡ ἔ. ἐκ τούτου τοῦ γένους τοῦ τῶν νοσημάτων Gal.1.391, cf. 6.492, 494, ἔ. οὖν ἐστιν ἕν τι τῶν ὀργανικῶν παθῶν, ἐγγίγνεται δ' ἥπατι μάλιστα Gal.1.285, ἐπὶ τῶν ἔμφραξιν ὑπομεινάντων ... τὸ κεντάυριόν ἐστι ὠφελιμώτατον Seuer.Clyst.p.17.
2 barrera interior de la separación entre las semillas en su vaina ταῖς μεταξὺ τῶν γονάτων ἐμφράξεσι Porph.Antr.19.
German (Pape)
[Seite 820] ἡ, Verstopfung, Arist. probl. 2, 41 u. Folgde; bes. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμφραξις: -εως, ἡ, φράξιμον, τῶν πόρων Ἀριστ. Προβλ. 2. 41· τοῦ φάρυγγος αὐτόθι 11. 18. ΙΙ. = ἔμφραγμα, Στράβ. 740.
Russian (Dvoretsky)
ἔμφραξις: εως ἡ затор, закупорка (τῶν πόρων Arst.).
Translations
obstruction
Armenian: խոչընդոտում, խափանում; Bulgarian: преграждане, блокиране; Finnish: estäminen; German: Obstruktion, Verhinderung, Blockierung, Störung; Greek: απόφραξη, φράξιμο; Ancient Greek: Ancient Greek: ἀντισκότησις, ἀπόφραξις, ἔμφραγμα, ἔμφραξις, ἐνεδρεία, κόλλημα, παρεμποδισμός, στέγνωσις, σύμφραξις, φραγμός; Hungarian: akadályozás; Indonesian: obstruksi; Latin: obstructio; Marathi: अडथळा, अवरोध; Romanian: împiedicare, obstrucționare, blocare, obstrucție; Russian: препятствие, обструкция, препятствование; Scottish Gaelic: amaladh; Serbo-Croatian Roman: opstrukcija, ometanje; Turkish: engel olma