ἐποχή
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ἡ, (ἐπέχω)
A check, cessation, ἡ κατὰ τὸν πόλεμον ἐ. Plb.38.11.2; μετ' ἐποχῆς with a check, Id.10.23.4; ἐποχὰς ποιεῖν..τῆς προκοπῆς to check advance, Plu.2.76d, cf. Plot.6.2.13.
2 retention, σπέρματος Gal.8.420; οὔρων Philum.Ven.25.2; σκυβάλων Sor.2.20; ἀναπνοῆς (in hysteria) ib.26; γαστρός Gal.6.315; but ἐ. ἐμμήνων suppression (not retention) of the menses, Sor.2.6, al.
II Philos., suspension of judgement, Metrod.Herc.831.6, Chrysipp.Stoic.2.39, Cic.Acad.Pr. 2.18.59, Arr.Epict.1.4.11, S.E.P.1.10, Gal.1.40, etc.
2 suspense of payment, etc., τὰ ἐν ἐποχῇ ἕως ὁρισμοῦ καρπῶν BGU599.3(ii A.D.), cf. PRyl.214.34 (ii A.D.), etc.
III stoppage, pause, of light during an eclipse, Plu.2.923b.
2 Astron., position as referred to celestial or terrestrial latitude and longitude, Ptol.Alm.7.4, 12.8; πόλεων ib.2.13 (pl.); ἀστέρων ἐποχαί positions (longitudes) of stars in a horoscope, Plu.Rom.12; αἱ φαινόμεναι τῆς σελήνης ἐ., opp. αἱ οὖσαι, Procl.Hyp.4.49.
b fixed point in time in reference to which positions are defined and from which their changes are computed, epoch, Ptol.Alm.3.9; perhaps also position at such a fixed point (also called epoch), ib.3.7.
3 in Musical theory, period of vibration, Nicom.Harm.3(pl.).
German (Pape)
[Seite 1011] ἡ (vgl. ἐπέχω), das Anhalten, Zurückhalten, die Hemmung, τῶν ἐμμήνων Medic.; ἡ κατὰ τὸν πόλεμον, das Unterbrechen, Pol. 38, 2, 3; μετ' ἐποχῆς, im Lauf anhaltend, 10, 21, 4; Plut. u. a. Sp. – Bes. bei den Skeptikern, das Zurückhalten des Beistituntens od. der definitiven Bejahung u. Verneinung, Sezt. Emp. erkl. στάσις διανοίας, δι' ἣν οὔτε αἴρομέν τι οὔτε τίθεμεν; Plut. oft mit ἀκαταληψία vrbdn, adv. Col. 26; ἄνευ προφάσεως καὶ ἐποχῆς καὶ ὑπερθέσεως Schol. Ap. Rh. 2, 268. – In der Zeitrechnung ein Haltpunkt od. Abschnitt, den irgend ein bedeutsames Ereigniß macht, ἐποχαί, ἐν αἷς ἑκάστου ῥύμη συντελεῖται Nicom. Harmon. 6. – In der Astronomie ein Ort, den die Himmelskörper zufolge der mittlern Bewegung einnehmen, vgl. Ideler Chronol. I S. 115. Auch die Constellation der Sterne, Ptolem.; vgl. Plut. Rom. 12.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. arrêt, interruption, cessation ; dans le langage des sceptiques suspension de jugement, état de doute;
II. point d'arrêt ; place d'une constellation.
Étymologie: ἐπέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐποχή: ἡ
1 остановка, задержка, прекращение (ἡ κατὰ τὸν πόλεμον ἐ. Polyb.): ἐποχὰς ποιεῖν τινος Plut. прекратить что-л.;
2 филос. воздержание от суждения (главный принцип скептических систем) Plut., Sext.;
3 задержка лучей (при затмении) Plut.;
4 астр. взаимное положение небесных светил, констелляция (ἀστέρων ἐποχαί Plut.);
5 поздн. эпоха.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποχή: ἡ, (ἐπέχω), ἐμπόδιον, διακοπή, ἡ κατὰ τὸν πόλεμον Πολύβ. 38. 3, 2· μετ’ ἐποχῆς, μετ’ ἐπισχέσεως, μὲ «σταμάτημα» (ἐν τῷ τρέχειν) ὁ αὐτ. 10. 21, 4· ἐποχὰς ποιεῖν... τῆς προκοπῆς, διακόπτειν τὴν πρόοδον, Πλούτ. 2. 76D. ΙΙ. τὸ ἐπέχειν περί τινος, μὴ ἐκφέρειν κρίσιν ἐκ τοῦ προχείρου περὶ αὐτοῦ, ὅρος τεχνικὸς σκεπτικῶν φιλοσόφων, Πλούτ. 2. 1122Α, κτλ.· τὸν ὅρον τοῦτον μετέφρασεν εἰς τὴν Λατινικὴν ὁ Κικέρων, ὁ αὐτ. ἐν Κικέρ. 40 (ἔνθα ὁ Κοραῆς σημειοῦται: ἔστι τοὐναντίον τῇ συγκαταθέσει ἡ διὰ δύο λέξεων assenssionis retentio ἑρμηνευθεῖσα τῷ Κικέρωνι ἐποχὴ... ἔστι δὲ ἡ λέξις τῶν Ἀκαδημαϊκῶν μᾶλλον, καὶ τῶν Πυρρωνείων φιλοσόφων, περὶ ἣν καί, ἐφεκτικοὶ ἑκάτεροι ὠνομάσθησαν «καὶ ἡ ἐποχὴ δὲ εἴρηται ἀπὸ τοῦ ἐπέχεσθαι τὴν διάνοιαν, ὡς μήτε τιθέναι, μήτε ἀναιρεῖν, διὰ τὴν ἰσοσθένειαν τῶν ζητουμένων, φησὶν ὁ ἐμπειρικὸς Σέξτος» (Πυρρων. ὑποτυπ. Α. 22, § 196), πρβλ. Κικ. Acad. Pr. 2. 18· ἴδε ἐπέχω IV. 2. c. III. διακοπή, παῦσις τοῦ φωτὸς διαρκούσης ἐκλείψεως, Πλούτ. 2. 923Α. 2) ἡ ἐποχὴ ἀστέρος, τὸ σημεῖον ἐν ᾧ ὁ ἀστὴρ φαίνεται ὅτι διακόπτει τὴν ῥύμην αὐτοῦ καὶ μένει ἀκίνητος, ἀφοῦ φθάσῃ τὸ ὕψιστον τῆς τροχιᾶς αὑτοῦ, Πτολεμ., Νικομ. Ἁρμ. 6, πρβλ. Ideler Χρον. 1. σ. 115· καθόλου, ἀστέρων ἐποχαί, αἱ θέσεις τῶν ἀστέρων, αἱ σύνοδοι αὐτῶν ἢ συζυγίαι, Πλουτ. Ρωμύλ. 12· ἐντεῦθεν, ἱστορικὴ ἐποχή, Νικομ. Ἁρμ. σ. 6.
Greek Monolingual
η (AM ἐποχή)
1. το σημείο του ουράνιου θόλου όπου ο αστέρας φαίνεται ότι διακόπτει την κίνησή του και μένει ακίνητος στο ζενίθ της τροχιάς του
2. καθεμιά από τις τέσσερεις, ίσες κατά προσέγγιση, υποδιαιρέσεις του έτους
νεοελλ.
1. χρονική περίοδος με έντονα χαρακτηριστικά πολιτικά, πολιτιστικά κ.λπ. (α. «κλασική εποχή» β. «εποχή της βιομηχανικής επανάστασης»)
2. περίοδος κατά την οποία συμβαίνει ή επιτρέπεται κάτι και επανέρχεται περιοδικά («η εποχή τών βροχών, του κυνηγιού»)
3. φρ. α) «άφησε εποχή» — μνημονεύεται η δράση του
β) «στην εποχή μου» — όταν ήμουν νέος
αρχ.
1. σταμάτημα, διακοπή («ἐποχή σπέρματος», Γαλ.)
2. (για στρατό) σύντομη ανακοπή της εφόδου («συναγωγαὶ πάλιν μετ’ ἐποχῆς είς οὐλαμούς», Πολ.)
3. παρεμπόδιση, απαγόρευση
4. αναβολή πληρωμής
5. επιβράδυνση, καθυστέρηση
6. έλλειψη φωτός στη διάρκεια εκλείψεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επέχω (επί + έχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα οχ- της ρίζας εχ-. Η αρχική σημασία «συγκράτηση, ανάσχεση» εξελίχθηκε σε «στάση» προκειμένου περί τών αστέρων (το σημείο όπου ο αστέρας φαίνεται ότι διακόπτει την κίνησή του και μένει ακίνητος αφού φθάσει στο ύψιστο της τροχιάς του) και κατόπιν σε «θέση» τών ουρανίων σωμάτων. Κατόπιν ο όρος έλαβε χρονική σημασία αναφορικά προς τις θέσεις τών ουρανίων σωμάτων που καθορίζουν τις «εποχές» του έτους, απ’ όπου μετά σήμανε απλώς την «εποχή»].
Greek Monotonic
ἐποχή: ἡ (ἐπέχω), εμπόδιο, διακοπή, παύση· η Εποχή ενός αστερισμού, δηλ. το σημείο στο οποίο φαίνεται να σταματά την κίνησή του έχοντας φτάσει στο αποκορύφωμα του, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐποχή, ἡ, ἐπέχω
a check, cessation: the epoch of a star, i. e. the point at which it seems to halt after reaching the zenith, Plut.