οἰκοσιτία
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Full diacritics: οἰκοσῑτία | Medium diacritics: οἰκοσιτία | Low diacritics: οικοσιτία | Capitals: ΟΙΚΟΣΙΤΙΑ |
Transliteration A: oikositía | Transliteration B: oikositia | Transliteration C: oikositia | Beta Code: oi)kositi/a |
ἡ,
A living at one's own expense, Poll.6.36.
οἰκοσῑτία: ἡ, τὸ σιτεῖσθαι, τρέφεσθαι ἐν τῷ οἴκῳ ἢ ἐκ τῶν ἰδίων, Πολυδ. Ϛ΄, 36.
οἰκοσιτία, ἡ (Α) οικόσιτος
το να τρώγει κάποιος στο σπίτι ή το να συντηρείται με δικά του έξοδα.