λακτισμός
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
Full diacritics: λακτισμός | Medium diacritics: λακτισμός | Low diacritics: λακτισμός | Capitals: ΛΑΚΤΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: laktismós | Transliteration B: laktismos | Transliteration C: laktismos | Beta Code: laktismo/s |
ὁ,
A kicking, in pl., Hsch. s.v. σκαρθμοῖς.
[Seite 9] ὁ, das mit dem Fuße Ausschlagen, Hesych.
λακτισμός: ὁ, λάκτισμα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σκαρθμοῖς.
λακτισμός, ὁ (Α) λακτίζω
λάκτισμα.