ποιμαντήρ

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A = ποιμήν: metaph., νεῶν π., of pilots, S.Fr. 432.10(pl.).

German (Pape)

[Seite 651] ὁ, = ποιμήν, Soph. frg. 379.

Greek (Liddell-Scott)

ποιμαντήρ: ῆρος, ὁ, = ποιμήν, Σοφ. Ἀποσπ. 379.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. ποιμένας, βοσκός
2. μτφ. κυβερνήτης πλοίου, πλοηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμαίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. σημαν-τήρ)].