προσστάζω
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
Dor. ποτιστ-,
A drop on, shed over, τοῖς αἰδοία π. Χάρις μορφάν Pi.O.6.76; πραῢν . . ποτιστάζων ὄαρον letting fall mild words, Id.P.4.137.
German (Pape)
[Seite 780] (s. στάζω), dor. ποτιστ., noch dazu tröpfeln, träufeln; übertr., verleihen, τοῖς αἰδοία ποτιστάζει Χάρις μορφάν, Pind. Ol. 6, 76; μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον, P. 4, 137.
Greek (Liddell-Scott)
προσστάζω: Δωρ. ποτιστάζω, στάζω πρός τι, τοῖς αἰδοία ποτιστάξει Χάρις μορφάν, «οἷς πρὸς τὴν μορφὴν... στάξει χάρις αἰδοία καὶ σεμνὴ» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 6. 127. πραῢν μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων, «μαλθακῇ δὲ καὶ οὐ τραχείᾳ φωνῇ ἀπὸ τοῦ στόματος λόγον στάζων κατεβάλλετο βάσιν καὶ ἀρχὴν τῶν σοφῶν λόγων» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 244.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ποτιστάζω Α
στάζω επί πλέον πάνω σε κάτι, επισταλάζω κάτι ακόμη.