περίκομμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is cut off all round, trimmings, mincemeat, Metag.6.7(pl.), Alex.175, etc.; περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω Ar.Eq.372, cf. Men.Sam.78. II = περικοπή II, π. τοῦ καλοῦ Plu. 2.765c.
German (Pape)
[Seite 580] τό, das ringsumher Abgehauene, Kleingehauene, bes. ein Gericht von kleingehacktem Fleisch, χορδαρίου, Ath. III, 95 a u. 96 a aus Alex., vgl. Metagen. ib. VI, 269 f, neben ἀλλᾶντες, komisch übertr., περικόμματα ἐκ σοῦ κατασκευάσω, Ar. Equ. 372, ich haue dich in Kochstücke. – Aber Plut. amat. 19 g. E. braucht es = περικοπή.
Greek (Liddell-Scott)
περίκομμα: τό, τὸ περικοπτόμενον, ἐπὶ κρέατος ὅπερ περικόπτει ὁ μάγειρος ἐκ τοῦ σώματος σφαγέντος ζῴου, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1, Μεταγένης ἐν «Θουριοπερσαις» 1: περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω, θὰ κάμω λειανιστὸν κρέας ἐκ τοῦ σώματός σου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· - ὑποκορ. περικομμάτιον, αὐτόθι 770, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 31. ΙΙ. = περικοπὴ ΙΙ, Πλούτ. 2. 765C.