περικοπή
English (LSJ)
ἡ,
I cutting all round, mutilation, e.g. of the Hermae at Athens, Th.6.28, And.1.15, Plu.Alc.18, etc.; lopping of a tree, Thphr. CP 5.4.7; docking of hair, Plu.2.42b; trepanning, Id.Cat.Ma. 9.
2 metaph., cutting down, diminution, περικοπὴ τῆς πολυτελείας ib. 18, cf. 2.84a.
3 mason's work, PTeb.406.19 (iii A. D.).
II outline, general form of a person or thing, Plb.6.53.6; λιτὸς κατὰ τὴν περικοπήν in externals, Id.10.22.5; περικοπὴ καὶ χορηγία Id.31.26.7, cf. Fr.199, al.; περικοπὴ κόσμου καὶ θεραπαινίδων D.S.31.27, cf. 32a.
III Rhet., section, ἡ περικοπὴ ἐκ δύο κώλων καὶ τριῶν Longin.Rh.p.193 H., cf. Hdn.Fig.p.89 S.
2 in Metric, passage, section, κατὰ περικοπὴν ἀνομοιομερῆ Heph. Poeëm.4.5, cf. Sch.Heph.p.170C., Sch.Ar.Pl.619.
German (Pape)
[Seite 580] ἡ, das Ringsumherbehauen, die Verstümmelung; Ἑρμῶν, Thuc. 6, 27; Andoc. 1, 15. 34 ff.; Plut. Nic. 1 u. sonst; auch τῆς πολυτελείας, Verringern, Cat. mai. 18. – Allgem. der Umriß, das Aeußere des Körpers, ὁμοιοτάτοις εἶναι δοκοῦσι κατά τε τὸ μέγεθος καὶ τὴν ἄλλην περικοπήν, Pol. 6, 53, 6; bes. alles auf das Aeußere des Körpers Gewandte, Anzug, Pracht, κατὰ τὴν ἐσθῆ τα καὶ τὴν ἄλλην περικοπήν, 5, 81, 3, λιτὸς κατὰ τὴν περικοπήν, 10, 25, 5, vgl. 32, 12, 6; Plut. oft, auch der äußere Umriß, das Bild. – Bei den K. S. Abschnitte der heiligen Schrift, welche zu bestimmten Zeiten vorgelesen wurden, sonst auch ῥῆσις. – Hesych. erkl. περικοπαί durch κλοπαί u. λῃστεῖαι, s. das Verbum.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. action de couper autour, d'où
1 action de tailler autour : τῶν τριχῶν PLUT action de tailler les cheveux;
2 taille d'un bloc de pierre pour une statue ; contour, forme du corps ; p. ext. extérieur du corps;
3 mutilation : Ἑρμῶν THC des Hermès ; fig. τῆς πολυτελείας PLUT la diminution ou suppression du luxe;
II. action de frapper autour ; particul. opération du trépan.
Étymologie: περικόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικοπή -ῆς, ἡ [περικόπτω] verminking:; ἀγαλμάτων περικοπαί verminking van standbeelden Thuc. 6.28; ὁ δὲ τὴν κεφαλὴν ἐξ ἀνατρήσεως καὶ περικοπῆς κοίλην εἶχεν de ander had een deuk in zijn schedel als gevolg van een verminkende operatie Plut. CMa 9.1; overdr. het snoeien, besnoeiing:. τῇ περικοπῇ τῆς πολυτελείας door zijn besnoeiing van de luxe Plut. CMa 18.2.
Russian (Dvoretsky)
περικοπή: ἡ
1 подстригание (τῶν τριχῶν Plut.);
2 обрубание, обезображивание (Ἑρμῶν Thuc., Plut.);
3 операция: τὴν κεφαλὴν ἐξ ἀνατρήσεως καὶ περικοπῆς κοίλην ἔχειν Plut. иметь на голове глубокий шрам вследствие трепанации (черепа);
4 урезывание (τῆς πολυτελείας Plut.);
5 черты, очертания; вид: κατὰ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ἄλλην περικοπήν Polyb. по росту и прочим внешним признакам;
6 наряд, одеяние (ἡ ἐσθὴς καὶ ἄλλη π. Polyb.);
7 рит. сжатое выражение.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ περικόπτω
πληθ. οι περικοπές και αι περικοπαί
εκκλ. αποσπάσματα ή τμήματα της Αγίας Γραφής τα οποία διαβάζονται στις διάφορες ακολουθίες της θείας λατρείας, όπως είναι τα μέρη τών Ευαγγελίων και τών Επιστολών τών αποστόλων, που διαβάζονται κατά την Κυριακή ή στις εορτές
νεοελλ.
αφαίρεση τμήματος ή τμημάτων από κείμενο, κινηματογραφική ταινία, κ.λπ, («η ταινία προβλήθηκε χωρίς περικοπές»)
νεοελλ.-μσν.
1. σύντομο, συνήθως αυτοτελές, απόσπασμα κειμένου, χωρίο
νεοελλ.-αρχ.
1. το κόψιμο γύρω γύρω, αφαίρεση τμημάτων μιας ολότητας ή συνέχειας, ακρωτηριασμός, κολόβωση («ἡ μέντοι τῶν Ἑρμῶν περικοπή», Πλούτ.)
2. μείωση, ελάττωση, περιστολή, (α. «είναι αναγκαία η περικοπή τών δαπανών» β. «πλείστους ἠνίασε... τῇ περικοπῇ τῆς πολυτελείας», Πλούτ.)
αρχ.
1. (σχετικά με δένδρο) κλάδεμα
2. (σχετικά με μαλλιά) κούρεμα
3. τρυπανισμός
4. το έργο του κτίστη
5. οι εξωτερικές γραμμές, το σχήμα ενός προσώπου ή πράγματος, το κόψιμο, το παρουσιαστικό
6. (για πρόσ.) εξωτερική εμφάνιση
7. (μετρ.) χωρίο που αποτελείται από στροφές και αντιστροφές
8. (κατά τον Ησύχ.) «κλοπή, ληστεία»
9. μτφ. πολυτέλεια, μεγαλοπρέπεια.
Greek Monotonic
περικοπή: ἡ,
I. περικοπή, ακρωτηριασμός, σε Θουκ.· τρυπάνισμα, σε Πλούτ.
II. περίγραμμα ή γενική μορφή προσώπου ή πράγματος, σε Πολύβ.
III. τμήμα (απόσπασμα) ή μικρό χωρίο συγγραφέα· τμήμα από τις Επιστολές και τα Ευαγγέλια.
Greek (Liddell-Scott)
περικοπή: ἡ, τὸ περικόπτειν, ἀκρωτηριασμός, π.χ. τῶν Ἑρμῶν ἐν Ἀθήναις (πρβλ. περικόπτω), Θουκ. 6. 28, Ἀνδοκ. 3. 13, Πλουτ. Ἀλκιβ. 18, κτλ.· - ἡ περικοπὴ τῶν μεγάλων κλάδων δένδρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 7· τὸ περικόπτειν τὰς τρίχας, Πλούτ. 2. 42Β· τὸ περικόπτειν καὶ ἐλαττοῦν τι, ἐλάττωσις, τῆς πολυτελείας αὐτόθι 18, πρβλ. 2. 84Α. ΙΙ. αἱ ἐξωτερικαὶ γραμμαί, τὸ καθόλου σχῆμα προσώπου ἢ πράγματος, Πολύβ. 6.53, 6, (πρβλ. circumcaesura Lucret. 3. 220)· κατὰ τὴν περικοπήν, κατὰ τὸ ἐξωτερικόν, ὁ αὐτ. 10. 25, 5· ἔτι καὶ οἰκιακὰ κοσμήματα, σκεύη, κτλ., 32. 12, 6, ἴδε Wessel. εἰς Διοδ. Ἐκλογ. 586, 88. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἀπόσπασμα, σύντομον χωρίον ἐκ συγγραφέως τινός, Ρήτορες (Walz) 9. 566· παρὰ τοῖς Ἐκκλ., μέρος τῆς Γραφῆς πρὸς ἀνάγνωσιν, ὡς τὰ κατὰ Κυριακὴν ἀναγινωσκόμενα μέρη τῶν Ἐπιστολῶν καὶ τῶν Εὐαγγελίων· οὕτω, περικοπαὶ προφητικαὶ Κλήμ. Ἀλ. 528, κτλ.· - ἐν τῇ μετρικῇ, χωρίον συνιστάμενον ἐκ στροφῆς καὶ ἀντιστροφῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 619, κτλ.
Middle Liddell
περικοπή, ἡ,
I. a cutting all round, mutilation, Thuc.; trepanning, Plut.
II. the outline or general form of a person or thing, Polyb.
III. a section or short passage in an author: a portion of scripture, as the Epistles and Gospels. [from περικόπτω