κόβειρος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

German (Pape)

[Seite 1465] ὁ, = Vorigem; Hesych. γελοιαστής, σκώπ της, auch λοιδοριστής erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κόβειρος: ὁ, = κόβαλος, «κόβειρος· γελοιαστής, σκώπτης, λοιδοριστὴς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κόβειρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. γελοίος
2. το αρσ. ως ουσ. κόβειρος
άνθρωπος που λέει αστεία, σκώπτης.