ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
διιππεύω: διέρχομαι ἔφιππος, Διόδ. 19. 33· διά τινος Δίων Κ. 59. 17.
διιππεύω (AM) ιππεύω1. περνώ έφιππος2. διασχίζω3. παρατρέχω, παραβλέπω4. (για χρόνο) περνώ, φεύγω.