παραυξάνω
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
[Seite 505] (s. αὐξάνω), durch Danebensetzen od. Ansetzen vermehren, vergrößern, Galen. u. a. Sp.
παραυξάνω: αὐξάνω διὰ προσθήκης, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 15, Πτολ.
Α
1. αυξάνω, μεγεθύνω με προσθήκη
2. μέσ. αυξάνομαι πολύ.