ἐπόρνυμι
English (LSJ)
and ἐπορνύω, aor. 1 -ῶρσα, poet. Verb,
A stir up, arouse, excite, ὅς μοι ἐπῶρσε μένος who called up my might, Il.20.93. 2 rouse and send against, ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναιην 5.765, cf. Od.21.100, E.Cyc.12 : c. inf., οἶον ἐπόρσειαν πολεμίζειν Ἕκτορι Il.7.42 ; also of things, τὴν [ὀϊζύν] μοι ἐπῶρσε Ποσειδάων Od.7.271 ; οἱ ἐπώρνυε μόρσιμον ἦμαρ Il.15.613 ; ἥ σφιν ἐπῶρσ' ἄνεμον Od.5.109 ; τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε sent sleep upon her, Od.22.429, cf. Il.12.252 (tm.); λαίλαπας Cerc.5.9. II Pass., ἐπόρνῠμαι, with pf. ἐπόρωρα, later 3sg. ἐπώρορε Pancr.Oxy.1085.15 : 3sg.Ep.aor. 2 Pass. ἐπῶρτο:—rise against, fly upon one, c. dat., ἦ καὶ ἐπῶρτ' Ἀχιλῆϊ Il.21.324 : abs., ἐπὶ δ' ὄρνυτο δῖος Ἐπειός 23.689, cf. 759, Euph.23 : c. acc. cogn., τόνδ' ἐπόρνυται στόλον A.Supp.187 ; of things, c. inf., ὦρτο δ' ἐπὶ..οὖρος ἀήμεναι Od.3.176 ; ἐπὶ δίψος ὄρωρεν Nic.Th.774.
German (Pape)
[Seite 1009] (s. ὄρνυμι), erregen, aufregen, erwecken; ἐπὶ δ' ὤρνυε πάντας ἑταίρους Od. 21, 100, im feindlichen Sinne, wie ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην Il. 5, 765; ὅς ῥά οἱ Ἅκτορ' ἐπῶρσε 17, 72; ἥ σφιν ἐπῶρσ' ἄνεμον Od. 5, 109; Eur. Cycl. 12; c. int., οἶον ἐπόρσειαν πολεμίζειν Ἅκτορι Il. 7, 42; καί οἱ ἐπ' αἰετὸν ὦρσε Hes. Th. 523; feindlich, Unglück zusenden, ὀϊζύν Od. 7, 271, ἤδη γάρ οἱ ἐπώρνυε μόρσιμον ἦμαρ Ill. 15, 613, ὕπνον τινί, der Gott sandte ihr einen Schlaf, Od. 22, 429; ὅς μοι ἐπῶρσε μένος Il. 10, 93, in mir Muth anregte. – Pass. sich gegen Einen erheben, anstürmen, ἐπῶρτ' Ἀ χιλῆϊ Il. 21. 324; so feindlich, ἐπὶ δ' ὤρνυτο δῖος Ἀπειός 23, 689; ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται Od. 14, 104, vgl. 3, 471 u. ἐπὶ δ' ἀνὴρ ἐσθλὸς ὀρώρει Il. 23, 112. Vgl. ὄρνυμι. – C. acc., τόνδ' ἐπόρνυται στόλον Aesch. Suppl. 184.