τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
κορθύω: κορθύνω, εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 60.
seul. prés. Moy. 3ᵉ sg. κορθύεται;amonceler, amasser.Étymologie: κόρθυς.