ὠστός

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠστός Medium diacritics: ὠστός Low diacritics: ωστός Capitals: ΩΣΤΟΣ
Transliteration A: ōstós Transliteration B: ōstos Transliteration C: ostos Beta Code: w)sto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὠθέω) ὠστόν· τὸ ἀποδίωκτον, Hdn.Epim.103.

Greek (Liddell-Scott)

ὠστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὠθέω, ὃν δύναταί τις νὰ ὠθήσῃ, «ὠστὸν τὸ ἀποδιωκτόν», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 103.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ωθήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ- του μέλλ. ὤσω του ρ. ὠθῶ, μτγν. τ. τών σύνθ. σε -ωστος (πρβλ. ἄπ-ωστος)].