ἔραμαι
English (LSJ)
2sg. Ep. ἔρασσαι or
A ἔρᾱσαι Theoc.1.78, 3sg. ἔρᾱται Id.2.149 (with unexpld. ᾱ); 2pl. ἐράασθε Il.16.208; 3sg. subj. Aeol. and Dor. ἔρᾱται Sapph.Supp.5.4, Pi.P.4.92 ; opt. ἐραίμαν ib.11.50 ; impf. ἠράμην [ᾰ] Sapph.33, Thgn.1346, etc.: fut. ἐρασθήσομαι A.Eu.852 : aor. ἠράσθην Alcm.33, Hdt.1.8,96, E.Med.700, IG12.920.2, poet. ἐράσθην Phoen.1.19 ; poet. aor. Med. ἠρᾰσάμην Il.16.182, Hermesian. 7.49,96 (Ep. and Lyr. ἠράσσατο Il.20.223, Archil.26, Nicaen.1.5 ; ἐράσσατο Hes. Th.915, P1.P.2.27): pf. ἤρασμαι Parth.2.3 : ἐράω (q.v.) supplies the pres. and impf. in Prose. I love, c. gen. pers., prop. of the sexual passion, as always in Hom.; mostly of the man, ὥς σεο νῦν ἔραμαι Il.3.446, cf. 16.182, 20.223, etc.; λέχους E.Med.491 ; τῆς ἑωυτοῦ γυναικός Hdt.1.8 ; but of the woman, ἣ..ἠράσσατ' Ἐνιπῆος Od.11.238 : c. acc. cogn., ἐ. μέγαν γ' ἔρωτα E.Med.697. II of things, desire passionately, lust after, ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου Il. 9.64 ; φυλόπιδος..ἕης τὸ πρίν γ' ἐράασθε 16.208 ; ἐρασθεὶς τυραννίδος Hdt.1.96 ; τῶν ἀπεόντων Pi.P.3.20 ; καλῶν ib.11.50 ; γῆς τῆσδε A. Eu.852 ; κείνων ἔραμαι E.Alc.866 (anap.); θανάτου ἔρανται Aret.CA 2.5. 2 c. inf., desire eagerly, οὐκ ἔραμαι πλουτεῖν Thgn.1155 ; ἤρατο ἐπιψαύειν Pi.P.4.92 ; ἔραται γλῶσσα μέλιτος ἄωτον [προχέειν] Id.Pae.6.58 ; ἔραμαι πυθέσθαι S.OC511 (lyr.); λαβεῖν τι E.Med.700 ; φαγεῖν Ar.Fr.51 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1016] depon., aor. ep. ἠρασάμην, ἠράσσατο, Prosa ἠράσθην, bei Luc. dea Syria ήρησάμην, fut. ἐρασθήσομαι; lieben, begehren, gew. τινός, ὥς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ Ill. 14, 328; πολέμου 9, 64, öfter; ἐραίμην καλῶν Pind. P. 11, 50; γῆς τῆσδε ἐρασθήσεσθε Aesch. Eum. 814; γυναικὸς ἐρασθείς Her. 1, 8; τυραννίδος 1, 96; – c. inf., ἐπιψαύειν ἔραται Pind. P. 4, 92; N. 1, 31; οὐκ ἔραμαι πλουτεῖν Theogn. 1155; πυθέσθαι Soph. O. C. 512; Eur. u. in Prosa; der aor. gew. von sinnlicher Liebe, Plat. Conv. 213 c u. öfter; doch auch τυραννίδος, Alc. I, 141 d; Luc. D. Hort. 2. S. unten ἐράω.