πενταθλία

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενταθλία Medium diacritics: πενταθλία Low diacritics: πενταθλία Capitals: ΠΕΝΤΑΘΛΙΑ
Transliteration A: pentathlía Transliteration B: pentathlia Transliteration C: pentathlia Beta Code: pentaqli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = πένταθλον, Arr.Epict.3.1.5.

Greek (Liddell-Scott)

πενταθλία: ἡ, = πένταθλον, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 5· ― οὕτω, πεντάθλιον, τό, Πινδ. ΙΙ. 8. 95, Ι. 1. 35.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το πένταθλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πένταθλον, κατά τα θηλ. σε -ία].