χορευτέον
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
A one must dance, E.Ba.324.
German (Pape)
[Seite 1365] adj. verb. von χορεύω, man muß Chortänze aufführen, Eur. Bacch. 305.
Greek (Liddell-Scott)
χορευτέον: ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ χορεύω, δεῖ χορεύειν, Εὐρ. Βάκχ. 324.
Greek Monotonic
χορευτέον: ρημ. επίθ. του χορεύω, σε Ευρ.