ἐπανοίκτωρ
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A one who bursts open, θυρέτρων Man.1.310.
German (Pape)
[Seite 903] ορος, ὁ, Eröffner, θυρέτρων Man. 1, 310. 4, 483.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανοίκτωρ: ὁ, ὁ ἀναρρηγνύων, ἀνοίγων διὰ τῆς βίας θύραν ἐπὶ κλοπῇ, θυρέτρων ἀπανοίκτορας ὀθνειάων Μανέθ. 1. 310.