ἀτραπιτός
English (LSJ)
ἡ, = sq., Od.13.195, A.R.4.123, etc.: metaph. of studies,
A Πλατώνειοι ἀ. BCH36.230 (Rhodes), cf. AP9.540:—also ἀταρπῐτός [ᾰτ], Od.17.234: ἀτρᾰπητός, AB460.
German (Pape)
[Seite 388] ἡ, = folgdm, Od. 13, 195 u. Sp., z. B. Archimel. 1 (App. 15).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρᾰπῐτός: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ὀδ. Ν. 195, Ἀπολλ. Ρόδ., κτλ.: ὡσαύτως ἀταρπιτός, Ὀδ. Ρ. 234· καὶ ἀτραπητὸς ἐν Α. Β. 460. 17.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
c. ἀτραπός.