λιχνότης

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιχνότης Medium diacritics: λιχνότης Low diacritics: λιχνότης Capitals: ΛΙΧΝΟΤΗΣ
Transliteration A: lichnótēs Transliteration B: lichnotēs Transliteration C: lichnotis Beta Code: lixno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A = λιχνεία, Sch.Ar.Av.1690.

Greek (Liddell-Scott)

λιχνότης: -ητος, ἡ, = λιχνεία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1690.

Greek Monolingual

λιχνότης, ἡ (Α) λίχνος
η ιδιότητα του λίχνου, λαιμαργία, απληστία, λιχνεία.