πνευματοφόρος

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνευμᾰτοφόρος Medium diacritics: πνευματοφόρος Low diacritics: πνευματοφόρος Capitals: ΠΝΕΥΜΑΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pneumatophóros Transliteration B: pneumatophoros Transliteration C: pnevmatoforos Beta Code: pneumatofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing the spirit, inspired, ib.Ho.9.7; προφῆται ib.Ze.3.4.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτοφόρος: -ον, ὁ φερόμενος ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θεόπνευστος, Πέτρ. Ἀλ. 516D, Ἀθαν. Ι, 464C, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που φέρει το Άγιο Πνεύμα, εμπνευσμένος από την θεία χάρη του Αγίου Πνεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -φόρος].