φαινόπους

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαινόπους Medium diacritics: φαινόπους Low diacritics: φαινόπους Capitals: ΦΑΙΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: phainópous Transliteration B: phainopous Transliteration C: fainopous Beta Code: faino/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,

   A with shining feet, Theognost. Can.12.

Greek (Liddell-Scott)

φαινόπους: ποδος, ὁ, ἡ, «λευκόπους» Θεογνώστου Κανόνες 12· «λαμπρόπους» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, ἡ, Α
1. (κατά τον Θεόγνωστ.) «λευκόπους»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «λαμπρόπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λαμπρό-πους].