ἀπροσμάχητος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσμάχητος: -ον, = ἀπρόσμαχος, Ἀνδρ. Κρήτης σελ. 154, 167.
Spanish (DGE)
-ον
irresistible, contra quien no se puede luchar θηρία Eust.Op.313.16, cf. EM 76.15G.
ἀπροσμάχητος: -ον, = ἀπρόσμαχος, Ἀνδρ. Κρήτης σελ. 154, 167.
-ον
irresistible, contra quien no se puede luchar θηρία Eust.Op.313.16, cf. EM 76.15G.