ἑσπέρα
English (LSJ)
Ion. ἑσπ-έρη, ἡ, prop. fem. of ἕσπερος: I (sc. ὥρα), evening, ἑσπέρας at eve, Pi.P.4.40, Eup.322, Pl.Phd.59e, al. ; τῆς ἑσπέρας Alex.125.7 ; also ἑσπέρην Hp.Mul.2.121 ; ἀπὸ ἑσπέρας εὐθύς just at nightfall, Th.3.112 ; ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ Pi.P.11.10 ; πρὸς ἑσπέραν towards evening, Ar.V.1085, X.HG1.1.30, Ev.Luc.24.29 ; εἰς ἑσπέραν Pl.Smp.223d ; ἐπειδὴ ἑσπέρα ἦν ib.220c ; ἐπεὶ πρὸς ἑσπέραν ἦν X.HG4.3.22 ; ἑσπέρας γιγνομένης Pl.R.621a ; περὶ ἑσπέραν βαθεῖαν late in the evening, Plu.2.179e : metaph., ὁ βίος ἑσπέραν ἄγει life is wearing to its eve, Alex.228; ἑ. βίον Anon. ap. Arist.Po.1457b24: pl., διχομήνιδες ἑσπέραι evenings when the moon is full, Pi.I.8(7).47. 2 night, μίαν ἑ. αὐλισάμενος J.BJ5.2.1. II (sc. χώρα) the west, πρὸς ἑσπέραν φέρει E.Or.1260 ; ἡ πρὸς ἑσπέρην [χώρη] Hdt.1.82, cf. 3.115 ; τὸ πρὸς ἑσπέρης Id.8.130, 132, 4.38 ; τὰ πρὸς ἑσπέραν Th.6.2 ; τὴν ἀνατολὴν ποιεῖσθαι ἀφ' ἑσπέρας Arist.Mete.345a3, cf. 344b34 ; τὰ πνεύματα πνεῖ τῆς δείλης ἀπὸ τῆς ἑ. Thphr.Vent.47 : metaph. in political sense, τὰ προφαινόμενα ἀπὸ τῆς ἑ. νέφη Plb.5.104.9, cf. 9.37.10: Ἑ., ἡ, the Western Empire, Agath.4.29,5.16.
German (Pape)
[Seite 1043] ἡ, der Abend, die Abendzeit; ἑσπέρας, Abends, Pind. Ol. 3, 21 P. 4, 40; ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ, mit dem Ende des Abends, mit Einbruch der Nacht, 11, 10; auch im plur., die Abendstunden, I. 7, 44; πρὸς ἑσπέρᾳ Ar. Vesp. 1085; in Prosa die gew. Form, ἐπειδὴ ἑσπέρα ἦν Plat. Conv. 220 c; ἑσπέρας γιγνομένης Rep. X, 621 a; häufig ἑσπέρας, Abends; εἰς ἑσπέραν Conv. 223 d, wie Xen. An. 3, 1, 3, auf den Abend; ἀφ' ἑσπέρας εὐθύς Thuc. 3, 112; πρωῒ καὶ πρὸς ἑσπέραν, früh u. Abends, Xen. Hell. 1, 1, 30, wie ἐπεὶ πρὸς ἑσπέραν ἦν 4, 3, 22; übertr., ὁ βίος ἑσπέραν ἄγει Alezis in Stob. Fl. 116, 19, wie Arist. poet. 21 das Alter βίου ἑσπέρα heißt. – Von der Himmelsgegend, πρὸς ἑσπέραν φέρει Eur. Or. 1260; τὰ πρὸς ἑσπέραν, die westlichen Gegenden, Thuc. 6, 2, wie Xen. Cyr. 1, 1, 5 u. Sp. – Vgl. ἕσπερος.