εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
γῠναικόομαι: παθ., γίνομαι γυνὴ ἢ γυναικώδης, Ἱππ. 1202Α.
pass., zum Weibe, weibisch werden, Hippocr.