πλακουντάριος
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
ὁ,
A maker of cakes, pastry-cook, IG3.3445 (Piraeus), MAMA3.697 (Corycus).
Greek (Liddell-Scott)
πλακουντάριος: ὁ, ὁ κατασκευάζων πλακοῦντας, Συλλ. Ἐπιγρ. 9311· ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
ο κατασκευαστής πλακούντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, -οῦντος + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. καμηλ-άριος].