εὐάερος
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
ον,
A with fresh, good air, τὸ εὐ. Str.3.2.13, cf. Herod.Med. in Rh.Mus.58.73, Orib.9.20.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάερος: -ον, (ἀήρ) ἔχων καλόν, δροσερὸν ἀέρα, Στράβ. 150.