μεγαλομέτωπος

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον,

   A gloss on εὐρυμέτωπος, EM396.50.

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλομέτωπος: -ον, ὁ ἔχων μέγα μέτωπον, Ἐτυμ. Μέγ. 396. 50, πρὸς ἑρμην. τῆς λ. εὐρυμέτωπος.

Greek Monolingual

μεγαλομέτωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλο μέτωπο.