μεγαλομέτωπος
English (LSJ)
ον,
A gloss on εὐρυμέτωπος, EM396.50.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλομέτωπος: -ον, ὁ ἔχων μέγα μέτωπον, Ἐτυμ. Μέγ. 396. 50, πρὸς ἑρμην. τῆς λ. εὐρυμέτωπος.
Greek Monolingual
μεγαλομέτωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλο μέτωπο.