εὐρυμέτωπος

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠμέτωπος Medium diacritics: εὐρυμέτωπος Low diacritics: ευρυμέτωπος Capitals: ΕΥΡΥΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: eurymétōpos Transliteration B: eurymetōpos Transliteration C: evrymetopos Beta Code: eu)rume/twpos

English (LSJ)

εὐρυμέτωπον, broad-fronted, of oxen, Il.10.292, al., Hes.Th.291, Strato Com.1.20.

German (Pape)

[Seite 1095] breitstirnig, Beiwort der Rinder, Hom. Il. 10, 292 Od. 3, 382 u. öfter, u. folgende Dichter, Strato bei Ath. IX, 382 e; vgl. Poll. 2, 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large front.
Étymologie: εὐρύς, μέτωπον.

Russian (Dvoretsky)

εὐρυμέτωπος: широколобый (о быках) Hom., Her.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυμέτωπος: -ον, ἔχων εὐρὺ μέτωπον, ἐπὶ βοῶν, Ἰλ. Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θ. 291, Στράβ. παρ’ Ἀθην. 382Ε· ἐπὶ ἀνδρῶν, Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 376, 378, 663, πρβλ. μετωπίας.

English (Autenrieth)

broad-browed.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρυμέτωπος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + μέτωπον.

Greek Monotonic

εὐρυμέτωπος: -ον, αυτός που έχει πλατύ μέτωπο, λέγεται για βόδια, σε Όμηρ.

Middle Liddell

εὐρυ-μέτωπος, ον
broad-fronted, of oxen, Hom.