δημεχθής
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
ές, (ἔχθος)
A hated by the people, Call.Fr.472.
German (Pape)
[Seite 561] ές, dem Volke verhaßt, Callim. B. A. 1188, vgl. 34.
Greek (Liddell-Scott)
δημεχθής: -ές, (ἔχθος) ὁ ὑπὸ τοῦ λαοῦ μισούμενος, Καλλ. (Α. Β. 1188).
Spanish (DGE)
-ές
odiado por el pueblo δημεχθέα Χέλλωνα Call.Fr.486, cf. Trag.Adesp.337a.