βοηλατικός

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοηλᾰτικός Medium diacritics: βοηλατικός Low diacritics: βοηλατικός Capitals: ΒΟΗΛΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: boēlatikós Transliteration B: boēlatikos Transliteration C: voilatikos Beta Code: bohlatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for cattle-driving: -κή (sc. τέχνη), ἡ, the herdsman's art, Pl.Euthphr.13c.

Greek (Liddell-Scott)

βοηλᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς βόσκησιν βοῶν · ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ βοηλάτου, τοῦ βόσκοντος βοῦς, Πλάτ. Εὐθύφρον. 13D.

Greek Monolingual

βοηλατικός, -ή, -όν (Α)
1. όποιος ανήκει στον βοηλάτη
2. ο κατάλληλος για βουκόλος
3. το θηλ. ως ουσ. η βοηλατική
η τέχνη του βοηλάτη.