λακατάρατος

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱκατάρᾱτος Medium diacritics: λακατάρατος Low diacritics: λακατάρατος Capitals: ΛΑΚΑΤΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: lakatáratos Transliteration B: lakataratos Transliteration C: lakataratos Beta Code: lakata/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον,

   A = κατάρατος with intens. prefix λᾱ-, Phot. (λακκ- cod.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱκᾰτάρᾱτος: -ον, = κατάρατος μετὰ προθετικοῦ λα-, Φώτ.

Greek Monolingual

λακατάρατος, -ον (Α)
πάρα πολύ μισητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λα- + κατάρατος.