περιπεφυλαγμένως

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπεφῠλαγμένως Medium diacritics: περιπεφυλαγμένως Low diacritics: περιπεφυλαγμένως Capitals: ΠΕΡΙΠΕΦΥΛΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: peripephylagménōs Transliteration B: peripephylagmenōs Transliteration C: peripefylagmenos Beta Code: peripefulagme/nws

English (LSJ)

Adv.

   A very cautiously, gloss on ἀνακῶς, Erot. (περιφυλ- codd.).

German (Pape)

[Seite 587] wohl bewacht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιπεφῠλαγμένως: Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς προφυλάξεως, Ἐρωτιαν. σ. 66 ἐν λ. ἀνακῶς.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με μεγάλη προφύλαξη, πολύ προσεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπεφυλαγμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του περιφυλάσσω.