σκίναρ
From LSJ
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
English (LSJ)
[ῐ], ᾰρος, τό,
A body, Nic.Th.694; cf. σκῆνος 11.
German (Pape)
[Seite 899] αρος, τό, der Leib, Nic. Th. 694, wie σκῆνος.
Greek (Liddell-Scott)
σκίνᾰρ: [ῐ], -ᾰρος, τό, τὸ σῶμα, Νικ. Θηρ. 694· πρβλ. σκῆνος ΙΙ.
Greek Monolingual
-αρος, τὸ, Α
το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. που συνδέεται πιθ. με τα σκῆνος / σκηνή.