Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποιμενάρχης

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek (Liddell-Scott)

ποιμενάρχης: καὶ -αρχος, ου, ἄρχων, ἡγούμενος τῶν ποιμένων, ἐπίσκοπος, Ἐκκλ.˙ ― ἐντεῦθεν -αρχέω, -αρχία, ἡ, αὐτόθι.

Greek Monolingual

και ποιμέναρχος, ο, ΝΜ
ο πνευματικός αρχηγός του εκκλησιαστικού ποιμνίου
μσν.
ο ηγούμενος τών πνευματικών ποιμένων, αρχιερέας, επίσκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, -μένος + -άρχης / -αρχος (πρβλ. εθν-άρχης, ναύ-αρχος].