αρχιερέας

From LSJ

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἀρχιερεύς)
μσν.- νεοελλ.
ανώτατος κληρικός (επίσκοπος, μητροπολίτης, αρχιεπίσκοπος, πατριάρχης)
αρχ.
1. ο ανώτατος ιερέας των Ιουδαίων
2. (στην αρχαία Ρώμη) α) ο προκαθήμενος των αρχιερέων
β) «ἀρχιερεὺς μέγιστος» (Pontifex maximus)
ο αυτοκράτορας.