Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
χορτᾰγωγία: ἡ, (ἀγωγὸς) συγκομιδὴ χόρτου πρὸς τροφὴν τῶν ζῴων, Ἄννα Κομν. σ. 96, 107, 112, 193.
ἡ, Μ
συγκομιδή χόρτου, ιδίως για ζωοτροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -αγωγία (< -αγωγός < ἀγωγός < ἄγω), πρβλ. λαφυρ-αγωγία].