χορταγωγία

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek (Liddell-Scott)

χορτᾰγωγία: ἡ, (ἀγωγὸς) συγκομιδὴ χόρτου πρὸς τροφὴν τῶν ζῴων, Ἄννα Κομν. σ. 96, 107, 112, 193.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
συγκομιδή χόρτου, ιδίως για ζωοτροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -αγωγία (< -αγωγός < ἀγωγός < ἄγω), πρβλ. λαφυραγωγία].