ἀναψυκτήριον
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Greek (Liddell-Scott)
ἀναψυκτήριον: τό, τὸ παρέχον ἀναψυχήν, Βίος Ἀγ. Συγκλ. σ. 98.
Spanish (DGE)
-ου, τό
lugar de refrigerio λοιπὸν τὸ ἀναψυκτήριον ἑτοίμασται Ath.Al.M.28.1548C.