εὐθηνιαρχικός
From LSJ
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
English (LSJ)
ή, όν
A, στέφανος POxy.1252v.17 (iii A.D.).
Greek Monolingual
εὐθηνιαρχικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην ευθηνιαρχία («εὐθηνιαρχικὸς στέφανος»).