ὠκύροος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον, poet. Adj.
A swift-flowing, ποταμός Il.5.598, 7.133:—fem. Ὠκῠρόη, ἡ, an Oceanid, h.Cer. 420, Hes.Th.360.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύροος: -ον, ποιητικ. ἐπίθ., ὁ ταχέως ῥέων, ποταμὸς Ἰλ. Ε. 598, Η. 133· ― θηλ. Ὠκῠρόη, ἡ, μία τῶν Ὠκεανίδων, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Δήμ. 420, Ἡσ. Θεογ. 360.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coule rapidement, au cours rapide.
Étymologie: ὠκύς, ῥέω.