γερασφόρος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ον,
A winning honour, Pi.P.2.43.
German (Pape)
[Seite 485] Ehre davontragend, Pind. P. 2, 43.
Greek (Liddell-Scott)
γερασφόρος: -ον, κτώμενος, λαμβάνων γέρας, τιμήν, Πίνδ. ΙΙ. 2. 81.
English (Slater)
γερασφόρος
1 honoured γόνον οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις (i. e. Κένταυρον) (P. 2.43)