Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
χᾰμαλός: -ή, -όν, πιθανῶς πλημμελ. γραφ. ἀντὶ χαμηλός, Στράβ. 451.
-ή, -όν, Α
(πιθ. γρφ.) βλ. χαμηλός.