κρεμῶ
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Greek (Liddell-Scott)
κρεμῶ: Ἀττ. μέλλ. τοῦ κρεμάννυμι.
French (Bailly abrégé)
ᾷς, ᾷ;
fut. att. de κρεμάννυμι.
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
κρεμῶ: Ἀττ. μέλλ. τοῦ κρεμάννυμι.
ᾷς, ᾷ;
fut. att. de κρεμάννυμι.