ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
[Seite 1353] έως, ὁ, = Vorigem (?), vgl. Bast epist. crit. p. 57.
χηνῐδής: έος, ὁ, = τῷ προηγ., Φιλήμ. Λεξικ. ἐν λ. λαγωός.
-οῡς, ὁ, Αβλ. χηνιδεύς.