αἰόλλω
English (LSJ)
only pres.,
A to shift rapidly to and fro, ὡς δ' ὅτε γαστέρ' ἀνὴρ . . αἰόλλῃ Od.20.27. II variegate, Nic.Th.155:—Pass., shift colour, ὄμφακες αἰόλλονται Hes.Sc.399.
Greek (Liddell-Scott)
αἰόλλω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, στρέφω παντοιοτρόπως, ποικίλως, τῇδε κἀκεῖσαι, ὡς δ’ ὅτε γαστέρ’ ἀνὴρ... αἰόλλῃ, Ὀδ. Υ. 27· (περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. Π. 4. 414 ἴδε ἐν λέξ. ἐόλει). ΙΙ. ποικίλλω, Νικ. Θ. 155: - Παθ. μεταβάλλω χρῶμα, ὄμφακες αἰόλλονται = αἱ ἄωροι σταφυλαὶ ἄρχονται περκάζουσαι, ν’ ἀλλάσσωσι χρῶμα καὶ νὰ ὡριμάζωσιν, Ἡσ. Ἀσπ. 399· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. αἰόλος, 10.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
agiter vivement en tous sens, faire tourner.
Étymologie: αἰόλος.