ἐόλει
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
caused to waver, πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει (3sg. impf.), as Böckh for αἰόλλει in Pi.P.4.233:—Pass., ἐόλητο (3sg. plpf.) was troubled, ἐόλητο νόον μελεδήμασι A.R.3.471; ἐόλητο θυμὸν.. ὑποδμηθεὶς βελέεσσι Κύπριδος Mosch.2.74; cf. ἐόληται· τετάρακται, ἐπτόηται, ὠδύνηται, Hsch. (Perh. cf. εἴλω.)
German (Pape)
[Seite 892] nach Böckh Pind. P. 4, 233 für αἰόλει, als dor. Nebenform dazu, oder nach Buttm. Lexil. II p. 79 ff. von ὀλέω, Nebenform zu εἴλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐόλει: [3 л. sing. impf. к неупотр. *ὀλέω или εἰλέω смущал, тревожил (τινὰ ἐφετμαῖς Pind. - v.l. αἰόλλει).
Greek (Liddell-Scott)
ἐόλει: ἐτάραττε, πῦρ δὲ οὐκ ἐόλει (γ΄ ἑνικ. παρατ.), κατὰ Bökh. ἀντὶ αἰόλλει ἐν Πινδ. Π. 4. 414 (233). - Παθ. ἐόλητο (γ΄ ἑνικ. ὑπερσ.), ἡ μὲν ἄρ’ ὡς ἐόλητο νόον μελεδήμασι, «ἐτετάρακτο καὶ ἐν ἀγωνίᾳ ἦν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 471· ἐόλητο θυμόν... ὑποδμηθεὶς βελέεσσιν Κύπριδος Μόσχ. 2. 74. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐόληται· τετάρακται, ἐπτόηται· ὠδύνηται». (Πιθαν. ἐκ τῆς ῥίζης εἴλω· πρβλ. Βουττμ. Κατάλ. Ἀνωμ. Ρημ. ἐν λ. εἴλω, καὶ Λεξίλογ. ἐν λ. αἰόλος 7).
English (Slater)
ἐόλει (pf. of εἴλω Schwyz.; cf. K. B. 2. 413: of εἰλέω Frisk.) troubles, causes to waver (cf. Σ Ap. Rhod. 3. 471.) πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει (Boeckh: αἰόλλει codd., Σ.) (P. 4.233)
Frisk Etymological English
Grammatical information: v. 3. sg.
Meaning: bedrängte (Pi. P. 4, 233 coni. Boeckh)
Derivatives: From here ἐόλητο be surrounded, pressed (AR)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Perhaps from 1. εἰλέω.
Frisk Etymology German
ἐόλει: {eólei}
Grammar: v. 3. sg.
Meaning: bedrängte (Pi. P. 4, 233 coni. Boeckh)
See also: s. 1. εἰλέω.
Page 1,530