οἰκοδομητικός

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδομητικός Medium diacritics: οἰκοδομητικός Low diacritics: οικοδομητικός Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oikodomētikós Transliteration B: oikodomētikos Transliteration C: oikodomitikos Beta Code: oi)kodomhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fitted for building : ἡ -κή (sc. τέχνη) architecture, Luc.Cont.5 (al. -δομική).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδομητικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος εἰς οἰκοδομήν, ἡ οἰκοδομητικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ ἀρχιτεκτονική, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 5 (ἀλλαχοῦ οἰκοδομική).

Greek Monolingual

οἰκοδομητικός, -ή, -όν (Α) οικοδομητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οικοδόμηση ή ο κατάλληλος για οικοδόμηση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰκοδομητική
(ενν. τέχνη) η αρχιτεκτονική.