κατάσεισις
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A shaking, Hp.Art.43; τῆς κεφαλῆς Gal.10.1019.
German (Pape)
[Seite 1377] ἡ, das Erschüttern, Durchschütteln, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσεισις: -εως, ἡ, τὸ κατασείειν, βίαιον σείσιμον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· κ. τειχῶν Κ. Πορφύρ.
Greek Monolingual
κατάσεισις, ἡ (Α) κατασείω
βίαιη κίνηση («κατάσεισις τῆς κεφαλῆς», Γαλ.).