περικατάληψις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A overtaking, ὑπ' ἀλλήλων Thphr.HP7.10.3 ; cf. περικατάλαμψις.
German (Pape)
[Seite 579] ἡ, das Ergreifen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
περικατάληψις: ἡ, τὸ περικαταλαμβάνειν, καταφθάνειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 3.
Greek Monolingual
-ήψεως, και δωρ. τ. περικατάλαμψις, -άμψεως, ἡ, Α περικαταλαμβάνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περικαταλαμβάνω.